- φαλακρώνω
- φαλακρῶ, -όω, Α [φαλακρός]κάνω κάποιον φαλακρόνεοελλ.(αμτβ.) γίνομαι φαλακρόςαρχ.μέσ. φαλακροῡμαι, -όομαι- γίνομαι φαλακρός, κάνω φαλάκρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλακρώνω — φαλάκρωσα, φαλακρώθηκα, φαλακρωμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον ή κάτι φαλακρό (βλ. λ.). 2. αμτβ., γίνομαι φαλακρός, μου πέφτουν τα μαλλιά, κάνω φαλάκρα: Ο θείος σου πολύ φαλάκρωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλακρώ — (I) άω, Μ [φαλακρός] είμαι ή γίνομαι φαλακρός. (II) όω, Α βλ. φαλακρώνω … Dictionary of Greek